Ιερά Κρύπτη

Ιστορικό της Ευρέσεως της Ιεράς Εικόνας

Το έτος 1924 στο Κατσιπόδι (σημερινή Δάφνη) στο μέρος όπου βρίσκεται σήμερα ο Ιερός Ναός της Αγίας Βαρβάρας, υπηρχαν μόνο οικόπεδα. Η κυρά-Αντώναινα, όπως ήταν γνωστή η Αικατερίνη Συλιγούδη- Παπαγιανοπούλου, έβλεπε συνέχεια την Αγία Βαρβάρα δι΄οράματος, η οποία της έλεγε να πάει να την βγάλει από εκεί που ήταν κρυμμένη η εικόνα της. Αυτό το όραμα το είδε αρκετές φορές, μάλιστα δε την τελευταία φορά η Αγία την πρόσταξε με αυστηρό ύφος να πάει να τη βγάλει από εκεί που ήταν.

Μετά από αύτο το συνταρακτικό γεγονός, πού της συνέβη, άρχισε να το συζητεί με τους γείτονές της και τους παρακίνησε να πάνε να σκάψουν στο μέρος του λόφου που τους υπέδειξε η Αγία, διότι θα εθεωρείτο μεγάλη ασέβεια, άμα δεν υπήκουαν την προσταγή της. Το οικόπεδο ήταν μεγάλο και το ακριβές σημείο ήταν άγνωστο, και είχαν ήδη γίνει δύο προσπάθειες.

Όμως η Αγία της υπέδειξε τελικά πάλι δι΄οράματος το ακριβές σημεῖο. Εκεί πήγαν και έσκαψαν στο αποκεκαλυμμένο από την Αγία σημείο και ώ τού θαύματος αντίκρισαν τήν θέα της Ιεράς και Πανσέπτου Εικόνος της, χωρίς το παραμικρό ίχνος τραυματισμού τού Ιερού Εικονίσματος. Οι κάτοικοι εδόξασαν τον Θεόν και την πολιούχο Αγία τους και αποφάσισαν στον Ιερό αυτό χώρο να χτίσουν ένα μικρό εκκλησάκι βασιλικού ρυθμού άνευ τρούλου.

Έτσι βρέθηκε η εικόνα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας. Η Αικατερίνη ανέλαβε να διακονήσει στον Ναό ως νεωκόρος μέχρι τα βαθειά γεράματά της.

Η Θαυματουργός αυτή Ιερά Εικόνα της Αγίας Βαρβάρας βρίσκεται μέχρι σήμερα στήν κατακόμβη τού Ιερού Προσκυνήματος και συνεχίζει να διακονεί τον ανθρώπινο πόνο και νά ενεργεί θαύματα και σημεία δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό.

Σήμερα πολλοί προσκυνητές προσέρχονται στον Ιερό Ναό για να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Αγίας Βαρβάρας και να λάβουν τη χάρη και την ευλογία της. Η Αγία συνεχίζει να θαυματουργεί. Ιδίως δε άνθρωποι που έπασχαν από λοιμώδη νοσήματα και ανίατες ασθένειες βρήκαν θεραπεία από την Αγία Βαρβάρα.


ceb1ceb3ceb9ceb1 ceb2ceb1cf81ceb2ceb1cf81ceb1 cf80ceb5cf81ceaf cf84ceb7 ceb4ceb5cebaceb1ceb5cf84ceafceb1 cf84cebfcf85 70 Ιστορικό του Ιερού Ναού

Στις 4 Δεκεμβρίου του 1920, ανήμερα της εορτής της Αγίας Βαρβάρας, έγινε μιά μεγάλη έκρηξη στο εργοστάσιο της Πυρκάλ στο Κατσιπόδι (σημερινή Δάφνη), η οποία τάραξε όλη την Αθήνα. Το Πυρκάλ ( Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο) είναι ένα εργοστάσιο κατασκευής πολεμικού υλικού για τον ελληνικό στρατο. Την ημέρα λοιπόν, της εορτής της Αγίας Βαρβάρας, τη χρονιά εκείνη πραγματοποιήθηκε μία έκρηξη τοσο μεγάλη, που έγινε αισθητή μέχρι το Φάληρο και την Καλλιθέα.

Έκτοτε η ημέρα αυτή καθερώθηκε ως αργία από τους εργαζόμενους της εταιρίας οι οποίοι και έκτισαν ένα εκκλησάκι στο χώρο του εργοστασίου, επειδή η Αγία προστάτευσε εκείνους και την πόλη. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο πρώτος μικρός ναός ανηγέρθη λόγω αυτού του γεγονότος. Για την ανέγερση του πρώτου Ναού υπάρχει ακόμα μία εκδοχή.

Μία ηλικιωμένη κυρία υποστηρίζει ότι στο χώρο του Ναού υπήρχαν σωροί από μάρμαρα όπου έπαιζε όταν ήταν παιδί. Εκεί, ανακάλυψαν ένα κομμάτι μάρμαρο από την Αγία Τράπεζα Εκκλησίας που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι. Παράλληλα, η μητέρα της ηλικιωμένης κυρίας έβλεπε στον ύπνο της την Αγία Βαρβάρα να κλαίει. Αφηγήθηκε το όνειρό της στον παπα-Γιώργη, από το Μπραχάμι, ο οποίος τη βοήθησε στην κατασκευή ενός προσκυνηταρίου.

Το 1925 χτίζεται ο πρώτος Ναός με πρώτο ιερέα τον παπα-Φάνη. Ο σημερινός ναός θεμελιώθηκε το 1939 και το κτίσιμό του πραγματοποιήθηκε σταδιακά μέχρι το 1949, οπότε και έγιναν τα εγκαίνια. Στα αρχεία του Ιερού Ναού υπάρχει Βιβλίο Γεννήσεων-Βαπτίσεων από το έτος 1931 και Βιβλίο Γάμων από το έτος 1946, που όλα αυτά μαρτυρούν ότι ήταν ενοριακός Ναός. Ο ρυθμός του ναού είναι τρίκλητη βασιλική σταυροειδής μετά τρούλου. Η αγιογράφηση ξεκίνησε περίπου το 1960 από τους Δ. Καφη και Δ. Ρίζο.

Πρώτος εφημέριος ήταν ο π. Θεοφάνης Παπαδημητρίου και από το 1949 έως το 1976 διετέλεσε εφημέριος ο ιβηρίτης αρχιμ. Νικόλαος Καλορίζος. Από τοτε μέχρι και σήμερα αρκετοί ιερείς υπηρέτησαν και υπηρετούν ευδοκίμως επί αρκετά χρόνια. Πρέπει να αναφέρουμε ότι ο περικαλλής Ιερός Ναός της Αγίας Βαρβάρας Δάφνης, είναι εξ ολοκλήρου, έργο των ευσεβών Ενοριτών μας, οι οποίοι συνεχίζουν αδιακόπως και με χαρά να συνεισφέρουν γιά την ευόδωση των έργων της ενορίας μας.
Το γεγονός αυτό, καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό καθώς ο Ιερός Ναός αποτελεί το Κέντρο όπου συγκεντρώνονται και επιτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, σύμφωνα και με το ψαλμικό «εν Εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν». Εντος του Ναού φυλάσσονται λείψανα της Αγίας Βαρβάρας, Σαββαϊτών και Ιορδανιτών Πατέρων, του Αγίου Προκοπίου και του Αγίου Χαραλάμπους, καθώς και τα αρχιερατικά άμφια του πρώην μητροπολίτη Πατρών, κυρού Κωνσταντίνου Πλατη.


Βίος της Αγίας Βαρβάρας

Η Αγία Βαρβάρα έζησε το τέλος του 3ου αι. και αρχές του 4ου στην Ηλιούπολη, πόλη της Κοίλης Συρίας. Ο πατέρας της ονομαζόταν Διόσκουρος και ήταν φανατικός ειδωλολάτρης. Ήταν πολύ πλούσιος και διοικητής της Ηλιούπολης με μεγάλη πολιτική εξουσία και δύναμη.

 

 

Οι ιστορικές πληροφορίες δεν αναφέρουν καθόλου το όνομα της μητέρας της, ούτε ποιά στάση τήρησε σε όλη την περιπέτεια και στο φρικτό μαρτύριο της κόρης της. Υποθέτουμε πώς είχε πεθανει. Η Βαρβάρα ήταν το μονακριβο παιδί τους. Ήταν αφάνταστα ωραία στο σώμα, αλλά και στην ψυχή, και είχε πολλή χάρη, ευφυία, σεμνότητα και σωφροσύνη.

Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί υποψήφιοι γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες και από τους μεγιστάνες και από τους λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε, πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι. Ήταν γι' αυτόν αδικαιολόγητη η εμμονή της κόρης του να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε γάμο. Υπέθεσε όμως πώς ήταν μιά νεανική ιδιοτροπία και είχε την ελπίδα ότι αργότερα θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί.

Εν τω μετάξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη». Όσο περνούσε ο καιρός, ο Διόσκουρος γέμιζε πιό πολύ από ποικίλους φόβους και φαίνεται ο πιό μεγάλος του φόβος ήταν ορισμένοι ψίθυροι ότι η Βαρβάρα του συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Γι' αυτό και περιόρισε την ελευθερία της τόσο, όσο να μην την βλέπει κανείς, ούτε και να την συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στον Διόσκουρο, την συνόδευαν. Κατα την παράδοση, τόσο την περιόρισε, που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μεσα.

Οι φόβοι του όμως βγήκαν αληθινοί. Η πανεύφημη Βαρβάρα ξαφνικά παρουσιάζεται χριστιανή. Φαίνεται κάποια από τις υπηρέτριες ήταν κρυπτοχριστιανή και μετέδωσε στη Βαρβάρα τα σωτήρια χριστιανικά δόγματα και διδάγματα. Αυτη λοιπόν η κρυπτοχριστιανή υπηρέτρια της Βαρβάρας, την πήγε κρυφά στην χριστιανική κατακόμβη, την γνώρισε με έναν ιερέα από την Αλεξάνδρεια, την κατήχησε και μετά από λίγο καιρό τη βάπτισε στο όνομα της Αγίας Τριάδος.

Η Βαρβάρα ζεί τώρα πιά σε καινούργιο κόσμο. Η χαρά της είναι αφάνταστη. Τώρα νιώθει την πραγματική ευτυχία και αγαλλίαση. Καταλαβαίνει όλο και πιό πολύ ότι η ομορφιά και τα πλούτη και η μόρφωση δέν έχουν καμμιά αξία μπροστά στο μεγάλο θησαυρό της αληθινής πίστεως, που της αποκάλυψε ο Θεός και που τον ζεί πιά χωρίς τον πραγματικό δισταγμό. Αγάπησε ολοκληρωτικά το Νυμφίο της Χριστό. Θυσίασε τα πάντα γιά να κερδίσει «τον πολύτιμο μαργαρίτη». Μπροστά στην πραγματική ευσέβεια και αρετή, και πρό παντός μπροστά στην αγάπη του Χριστού, η παμμακάριστη Βαρβάρα, παραμέρισε όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις του κόσμου, νέκρωσε όλα τα ψυχοφθόρα σαρκικά σκιρτήματα, περιφρόνησε κοσμικές τιμές και δόξες, τα θυσίασε όλα και προτίμησε να υποστεί τις θλίψεις τού μαρτυρίου προκειμένου να κερδίσει τον πολύτιμο, άφθαρτο και αναφαίρετο θησαυρό, την αιώνια ζωή.

Ο Διόσκουρος χωρίς να υποψιάζεται τίποτα γιά όλα αυτα που είχαν συμβεί, κάνει πρόταση γάμου στην Βαρβάρα. Εκείνη με σθένος του είπε: «Μη μού κάνεις ξανα λόγο γιά γάμο, γιατί τότε δεν θα σε ξαναπώ πατέρα και θα με αναγκάσεις να σκοτωθώ μόνη μου». Της άφησε χρόνο να το σκεφτεί. Όμως είχε πάρει σταθερή και αμετάκλητη την απόφαση περί παρθενίας και αφοσίωσης στο Νυμφίο Χριστο, και ήδη ζούσε μεσα στον πύργο «εν προσευχή και νηστεία».

Ο Διόσκουρος αλλάζει τακτική. Της επιτρέπει πιά να βγαίνει όποτε θέλει από τον πύργο, να δημιουργεί σχέσεις και συναναστροφές με όποιους θέλει, και να πηγαίνει όπου θέλει. Έτσι άρχισε να βγαίνει έξω και να συναναστρέφεται χριστιανές, και με πολλή προφύλαξη να παρακολουθεί ακολουθίες και κηρύγματα των καταδιωκόμενων χριστιανών. Ιδιαίτερα, τα μαρτύρια των χριστιανών που μάθαινε την βοήθησαν πολύ να στερεωθεί και να ανδρωθεί στην πίστη.

Ο πατέρας της έμαθε τώρα ότι η κόρη του ήταν χριστιανή. Αποφάσισε να φύγει προσωρινα για υποθέσεις του σε άλλη χώρα. Πρίν φύγει θέλησε να κατασκευάσει έξω από τον πύργο ένα ωραίο λουτρό. Έκαμε το σχέδιο, το έδωσε στούς τεχνίτες, με τις αναλογες οδηγίες και έφυγε. Κάποια μερα η Αγία κατέβηκε από τον πύργο και είδε το λουτρό. Καθώς το παρατηρούσε πρόσεξε ότι η οικοδομη είχε δύο μόνο παράθυρα. Ρώτησε τούς κτιστες και εκείνοι απάντησαν ότι αυτή την εντολή είχαν. Η Βαρβάρα τούς είπε να κάνουν και ένα τρίτο παράθυρο και αυτή θα είχε την ευθύνη.

Οι τεχνίτες υπάκουσαν και το έφτιαξαν. Βλέποντας η Αγία τα τρία παράθυρα ένιωσε ανεκλάλητη χαρά και ικανοποίηση. Ο δέ Παναγαθος και Ελεήμων Θεός φώτιζε συνεχώς την ψυχή της, γέμιζε με Άγιο Πνεύμα την καρδιά της και μεγάλωνε το θάρρος και την παρρησία της για να ομολογήσει πέρα γιά πέρα την αλήθεια για τον αγαπημένο της Νυμφίο. Κάποια φορά που κατέβηκε να δει το λουτρό, σταθηκε στο σημείο που ήταν η κολυμβήθρα του, ανατολικά, και χάραξε με το δάκτυλό της πάνω στο μάρμαρο το σημείο τού Σταυρού. Και ω τού θαύματος! Σάν να ήταν το δάκτυλό της μιά σμίλη από σίδερο και άνοιξε τόσο βαθύ λάξευμα στο μάρμαρο, ώστε το σημείο εκείνο να φαίνεται μεχρι σήμερα και να δοξάζεται η αδιαίρετη Αγία Τριάδα.

Ο πατέρας της επέστρεψε και έμαθε το γεγονός και από εδώ και πέρα αρχίζει η φρικτή μαρτυρική ζωή και το σύντομο τέλος της ενάρετης Βαρβάρας. Απολογείται στον πατέρα της για την κατασκευή των τριών παραθύρων και του τονίζει ότι «οι τρεις θυρίδες φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον».

Με αυτόν τον τρόπο αποκάλυψε με περίσσιο θάρρος και παρρησία την πίστη και αφοσίωσή της στον Τριαδικό Θεό των χριστιανών και τη σφοδρή και πλήρη αντίθεσή της στους θεούς των ειδώλων. Ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ζήτησε από την κόρη του καθαρή ομολογία. Η Βαρβάρα τότε είπε στον πατέρα της καθαρά πως γνώρισε και αγάπησε τη χριστιανική πίστη και πως, με την πίστη αυτή, γέμισε η διάνοιά της από φως, η καρδιά της από αγνότητα και το πνεύμα της από επανάπαυση. Ακούγοντας αυτά ο Διόσκουρος δεν μπορούσε να τα πιστέψει. Γι' αυτό της ζήτησε την επομένη να τον ακολουθήσει σε μιά ειδωλολατρική τελετή. Η Βαρβάρα αρνήθηκε και βλέποντας την αμετάκλητη απόφασή της φούντωσε από το κακό του. Άδειασε η καρδιά του από κάθε πατρική στοργή και όλη η αγάπη του μετατράπηκε σε λυσσαλέο μίσος. Λησμόνησε ότι ήταν σπλάχνο του και με την καρδιά του γεμάτη από φαρμάκι σήκωσε το ξίφος του να την σκοτώσει.

Συγκρατήθηκε όμως. Κι έδωσε εντολή να την περιορίσουν πολύ αυστηρά. Η σεμνότατη μάρτυς εμποδίζεται, περιορισμένη τώρα μέσα στα σίδερα και κάτω από τα μάτια των φρουρών της, να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Έτσι κατόρθωσε με την βοήθεια κάποιας πιστής της υπηρέτριας να δραπετεύσει και να καταφύγει στο πιό κοντινό βουνό.

Μόλις έφθασε εκεί σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και ζήτησε τη βοήθεια του Θεού να την γλιτώσει από τα χέρια του τυράννου πατέρα της. Και ο Θείος Δημιουργός δέν άργησε να απαντήσει. Την έκρυψε από τα φονικά χέρια του πατέρα της. Ο Διόσκουρος την χάνει από τα μάτια του. Συνεχίζει να την ψάχνει για να την βρει. Συναντά δύο βοσκούς και τους ρωτά άν είδαν μιά κοπέλλα. Ο ένας, καλοκάγαθος, προτίμησε να πεί ψέμα, που θα ήταν σωτήριο, παρά αλήθεια βλαπτική. Ο άλλος, άθλιος και πονηρός δέν μίλησε αλλά με το δάκτυλό του έδειξε το σημείο που ήταν κρυμμένη. Η καταδίωξη τού Διόσκουρου πέτυχε. Μετά από λίγο συνέλαβε την κόρη του. Δεν ήταν όμως πιά πατέρας, αλλά σωστος τύραννος. «Εξακολουθείς να επιμένεις;» της λέγει. «Δεν μπορώ πατέρα να αρνηθώ τον Αληθινό Θεό». Τότε εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά, με μανία λιονταριού, την τίναξε πολλές φορές και με σφοδρή και βίαιη πτώση την έριξε κάτω στην γή. Έδωσε εντολή να την οδηγήσουν ξανά στον πύργο. Εκεί την έκλεισε σε ένα μικρό δωμάτιο με σιδερένια κάγκελα και έβαλε φρουρούς να την φυλάνε. Πέρασε έτσι ένας μήνας.

Κάθε δύο μέρες ο Διόσκουρος έπαιρνε μαζί του έναν ιερέα της ειδωλολατρίας και προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη. Εκείνη υποστήριζε αλύγιστα την πίστη της στο Χριστό και το Ευαγγέλιο. Έτσι την κατήγγειλε στον ηγεμόνα Μαρκιανό με την κατηγορία ότι βρίζει τα είδωλα.Ο Μαρκιανός βλέποντάς την,προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις, με συμβουλές, με υποσχέσεις και με απειλές να την πείσει να αρνηθεί το Χριστο, αλλά μάταια. Η Αγία δεν δελεάστηκε με τίποτα. Τότε ο Μαρκιανός έδωσε εντολή να αρχίσουν τα φοβερά βασανιστήρια. Την γύμνωσαν, την κτύπησαν με σκληρά βούνευρα χωρίς έλεος, και για να την κάνουν να νιώθει τους πόνους πιο δριμείς έτριβαν τις πληγές της με τρίχινα ρούχα.

Τόση ήταν η μαστίγωση που το άγιο εκείνο σώμα καταπληγώθηκε και κατατρυπήθηκε και από το άσπιλο αίμα των πληγών της κατακοκκίνησε το μέρος της γης που την βασάνιζαν. Μετά από πολύωρα και σκληρά βασανιστηρια την κλείσανε στη φυλακή. Εκεί μεσα μια παρήγορη φωνή της έδινε θάρρος και ένα γλυκύτατο φως φώτισε το δεσμωτήριο. Μονομιάς τα τραύματα της θεραπεύτηκαν. Απέκτησε μεγαλύτερη υπομονή και καρτερία. Χαιρόταν για τα παθήματα της. Περίμενε με χαρά νέα βασανιστηρια σαν να πήγαινε σε γάμο.

Αρχίζει η δεύτερη εξέταση. Αρνείται και πάλι τα είδωλα. Ομολογεί τον Χριστο και αρχίζουν σκληρότερα βασανιστήρια. Σ' αυτό το σημείο παρουσιάζεται και δεύτερη μάρτυς του Χριστού. Είναι η ενάρετη Ιουλιανή. Παρακολουθούσε τα μαρτύρια της Βαρβάρας και βλέποντας το αίμα να τρέχει άφθονο από όλο το σώμα της Αγίας δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει.

Ο Μαρκιανός διατάζει να κρεμάσουν και την Ιουλιανή και να της κάψουν τις σάρκες με αναμμενες λαμπάδες.Και οι δυο υπέμεναν τα τρομερά βασανιστηρια.Αμέσως διατάζει την μεν Ιουλιανή να την βάλουν φυλακή, την δε Βαρβάρα να την ξεγυμνώσουν και να την γυρίζουν στην πόλη γυμνή.

Στο άκουσμα του χειρότερου αυτού για την Αγία μαρτυρίου,το πρόσωπό της κατακοκκίνησε και φρίκη πέρασε το πνεύμα της. Προσευχήθηκε θερμά να μην πραγματοποιηθεί αυτο το μαρτύριο. Ο γεμάτος Θεός αγάπη όμως, δεν αργοπόρησε καθόλου, άκουσε την προσευχή της, και ώ του θαύματος ενώ της αφαιρούσαν τα ρούχα, η γύμνωσή της δεν φαινόταν. Άλλα ρούχα πιο ωραία αντικαθιστούσαν εκείνα που με μανία της ξέσχιζαν.

Ο Μαρκιανός τυφλωμένος δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει όλα αυτά που συνέβαιναν και με περισσότερη λύσσα διέταξε να τις αποκεφαλίσουν με ξίφος. Σε όλα αυτά τα μαρτύρια μπροστά ήταν και ο πατέρας της που ούτε καν πόνεσε. Μόλις ο δικαστής έβγαλε την καταδικαστική απόφαση, άρπαξε σαν λυσσασμενο λιονταρι την κόρη του για να την οδηγήσει στον τοπο του αποκεφαλισμού και να την φονεύσει ο ίδιος με τα καταραμεέα χέρια του. Η Αγία χωρίς να του καταλογίσει καθόλου την τόση σκληρότητα, είπε με πολλή συμπάθεια και τρυφερότητα «Πατέρα μου»! Είναι η εφαρμογή της τρομερής εκείνης διακήρυξης του Χριστού και το πρωτακουστο μηνυμά του πάνω στη γη : «αγαπάτε τους εχθρούς υμών».

Στο άκουσμα αυτό ο Διόσκουρος ταράχτηκε και της είπε : «δεν έχεις τίποτα το κοινό μαζί μου. Και για να ξεπλύνω το κακό που έκαμα με το να σε γεννήσω, θα σε θανατώσω εγώ με τα ίδια μου τα χέρια. Αυτή θα είναι η μόνη μου ευτυχία». Αφού έφθασαν στον τόπο του αποκεφαλισμού η Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, έκλινε την ιερή της κεφαλή μπροστα στο ξίφος του πατέρα της και δέχθηκε το μαρτύριο και το στεφάνι της άθλησης, την δε Ιουλιανή την ίδια ώρα, την αποκεφάλισε ο δήμιος. Και οι δύο στεφθήκανε με το μαρτυρικό, αμαράντινο της δόξας στεφάνι από τον δίκαιο επαινέτη και δωρεοδότη Κύριο.

Η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την μνήμη των δύο Μαρτύρων γυναικών στις 4 Δεκεμβρίου, που είναι και η ημέρα του μαρτυρίου τους.